- πρυμνοδέτηση
- [-ις (-εως)] η швартование, причаливание кормой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τονοδέτης — ο, Ν ναυτ. δέστρα τής προκυμαίας, η οποία χρησιμεύει για την πρυμνοδέτηση τών πλοίων … Dictionary of Greek
τονόδεσμος — ο, Ν ναυτ. είδος αγκυρόδεσμου, κατάλληλου για το δέσιμο τών σχοινιών κατά την πρυμνοδέτηση τού πλοίου … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek